- φλέψ, φλεβός
- + ἡ N 3 0-0-1-0-0=1 Hos 13,15vein
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φλεβός — φλέψ blood vessel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
ευρύφλεβος — εὐρύφλεβος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει πλατιές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. ά φλεβος, μεγαλό φλεβος] … Dictionary of Greek
κατάφλεβος — κατάφλεβος, ον (Α) γεμάτος φλέβες, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλεβος (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. επί φλεβος, ευρύ φλεβος] … Dictionary of Greek
μεγαλόφλεβος — μεγαλόφλεβος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες, χοντρές φλέβες, που οι φλέβες του εξέχουν εμφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. στενό φλεβος] … Dictionary of Greek
πολύφλεβος — ον, Α άφθονος («πολύφλεβον πηγήν», Αρτεμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλεβος (< φλέψ, φλεβός «φλέβα, πηγή»), πρβλ. ευρύ φλεβος] … Dictionary of Greek
στενόφλεβος — ον, ΜΑ αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό φλεβος] … Dictionary of Greek
μελανόφλεψ — μελανόφλεψ, εβος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρες φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φλέψ, φλεβός (πρβλ. αργυρό φλεψ)] … Dictionary of Greek
flebitis — (Derivado culto del gr. phleps, inflamación de las venas.) ► sustantivo femenino MEDICINA Inflamación de las venas, que puede provocar la formación de coágulos. IRREG. plural flebitis * * * flebitis (de «fleb » e « itis») f. Med. Inflamación de… … Enciclopedia Universal
ευφλεβής — εὐφλεβής, ές (Α) εύτονος*, εύρωστος, ισχυρός («εὐφλεβὲς κέρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεβής (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. α φλεβής, λυσι φλεβής] … Dictionary of Greek
λυσιφλεβής — λυσιφλεβής, ές (Α) αυτός που επιφέρει λύση τής συνέχειας τών φλεβών, αυτός που ανοίγει τις φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φλεβής (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. ευ φλεβής] … Dictionary of Greek